- περιστερήσιος
- α, ο голубиный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιστερήσιος — ια, ιο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιστέρι 2. αυτός που προέρχεται από το περιστέρι («περιστερήσια αβγά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστέρι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. αρν ήσιος)] … Dictionary of Greek
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek